-
1 расплываться
απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расплываться
-
2 расстилаться
расстил||атьсянесов1. (о дыме, тумане) στρώνομαι, ἀπλώνομαι·2. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:вдалеке \расстилатьсяа́ется равнина μακρυά ἀπλώνεται πεδιάδα. -
3 тяиуться
тяи||у́ться1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):\тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός. -
4 разметать
ρ.δ.μ.βλ. размести.σαρώνομαι, σκουπίζομαι• καθαρίζομαι.-мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размтанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βλ. разбросать, раскидать. || γκρεμίζω, χαλνώ• κατεδαφίζω.2. ανοίγω, απλώνω, τεντώνω (χέρια, πόδια). || ρίχνω, αφήνω να πέσει άτακτα.3. μτφ. διώχνω, ξεκουμπίζω, στέλνωστο διάβολο.1. ανοίγομαι, απλώνομαι, τεντώνομαι.2. τοποθετούμαι• έγκειμαι• εκτείνομαι, απλώνομαι. -
5 растягивать
растягивать, растянуть τεντώνω; παρατείνω (во времени)' растянуть связку παθαίνω διάστρεμμα \растягиваться τεντώνομαι, απλώνομαι* * *= растянутьτεντώνω; παρατείνω ( во времени)растяну́ть свя́зку — παθαίνω διάστρεμμα
-
6 растягиваться
τεντώνομαι, απλώνομαι -
7 тянуть
тянуть 1) σέρνω, τραβώ 2) (медлить) παρατραβώ* \тянуть время χρονοτριβώ \тянуться 1) απλώνομαι 2) (простираться ) εκτείνομαι 3) (длиться ) διαρκώ* * *1) σέρνω, τραβώ2) ( медлить) παρατραβώтяну́ть вре́мя — χρονοτριβώ
-
8 тянуться
-
9 вытягиваться
вытягивать||ся1. (растягиваться) ἐπιμηκύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ τα-νϋομαι, τεντώνομαι (о резине, пружине)·2. (распрямляться \вытягиваться о человеке) ξαπλώνομαι, ἀπλώνομαι·3. (вырастать) разг αὐξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι μεγάλος· ◊ \вытягиватьсяся в струнку στέκομαι προσοχή. -
10 простираться
простиратьсянесов ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:\простираться до... ἐκτείνομαι μέχρι... -
11 протягиваться
протягивать||ся1. (о руках) ἀπλώνομαι, τεντώνομαι, τείνομαΓ2. (о пространстве) ἐκτείνομαι·3. (вытянуться на диване и т. п.) разг ξαπλώνομαι, τεντώνομαι·4. (продлиться) разг διαρκώ, κρατώ. -
12 расплываться
расплыв||атьсянесов I. (растекаться) ἀπλώνω (άμετ.), ἀπλώνομαι:чернила \расплыватьсяаются на бумаге τό μελάνι ἀπλώνει στό χαρτί·2. (толстеть) разг χοντραί-νω, παχαίνω· ◊ его лицо́ \расплыватьсяа́егся в улыбке ὅλα τό πρόσωπο του χαμογελβ. -
13 распростираться
распростирать||сяἀπλώνομαι, ἐξαπλοῦμαι, (έκ)τείνομαι/ перен ἐπεκτείνομαι. -
14 растопыриваться
растопыривать||сяἐκτείνομαι, ἀπλώνομαι. -
15 растягиваться
растягивать||ся1. ἀπλώνομαι, τεντώνομαι/ παρατεντώνομαι (слишком) / ἀνοίγω (άμετ.) (об обуви, перчатках)·2. (повреждаться) στραγγουλίζομαι, στραμπου-λίζομαι / χαλαρώνω (άμετ.) (лишаться упругости)·3. (ложиться) разг ξαπλώνω (άμετ.), ξαπλώνομαι. -
16 стелиться
стелить||сяἀπλώνομαι, στρώνομαι. -
17 уходить
уходитьнесов1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):\уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:\уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:\уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:\уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά. -
18 radiate
['reidieit]1) (to send out rays of (light, heat etc): A fire radiates heat.) ακτινοβολώ, εκπέμπω2) (to go out or be sent out in rays, or in many directions from a central point: Heat radiates from a fire; All the roads radiate from the centre of the town.) απλώνομαι ακτινωτά•- radiator -
19 rage
[rei‹] 1. noun1) ((a fit of) violent anger: He flew into a rage; He shouted with rage.) οργή2) (violence; great force: the rage of the sea.) μανία, λύσσα2. verb1) (to act or shout in great anger: He raged at his secretary.) βάζω τις φωνές2) ((of wind, storms etc) to be violent; to blow with great force: The storm raged all night.) λυσσομανώ3) ((of battles, arguments etc) to be carried on with great violence: The battle raged for two whole days.) μαίνομαι4) ((of diseases etc) to spread quickly and affect many people: Fever was raging through the town.) απλώνομαι σαν τη φωτιά•- raging- all the rage
- the rage -
20 range
[rein‹] 1. noun1) (a selection or variety: a wide range of books for sale; He has a very wide range of interests.) φάσμα, πεδίο, έκταση, ποικιλία2) (the distance over which an object can be sent or thrown, sound can be heard etc: What is the range of this missile?; We are within range of / beyond the range of / out of range of their guns.) βεληνεκές, ακτίνα, εμβέλεια δράσης3) (the amount between certain limits: I'm hoping for a salary within the range $30,000 to $34,000; the range of a person's voice between his highest and lowest notes.) γκάμα, κλίμακα, εύρος4) (a row or series: a mountain range.) σειρά5) (in the United States, land, usually without fences, on which cattle etc can graze.) ανοιχτό βοσκοτόπι6) (a place where a person can practise shooting etc; a rifle-range.) πεδίο βολής, σκοπευτήριο7) (a large kitchen stove with a flat top.) στόφα2. verb1) (to put in a row or rows: The two armies were ranged on opposite sides of the valley.) παρατάσσω2) (to vary between certain limits: Weather conditions here range between bad and dreadful / from bad to dreadful.) κυμαίνομαι, ποικίλλω3) (to go, move, extend etc: His talk ranged over a number of topics.) εκτείνομαι, απλώνομαι•- ranger
См. также в других словарях:
απλώνομαι — απλώνομαι, απλώθηκα, απλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
παραπετάννυμαι — Α 1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον 2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ 3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετάννυμαι «απλώνομαι») … Dictionary of Greek
παραπλούμαι — όομαι, Μ απλώνομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁπλοῦμαι «απλώνομαι»] … Dictionary of Greek
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιζάνω — ἀμφιζάνω (Α) επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἱζάνω < θ. ἱζ , ἵζω + ριζική επαύξηση αν + ω] … Dictionary of Greek
ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… … Dictionary of Greek
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek
διακληρονομώ — διακληρονομῶ ( έω) (Α) 1. διανέμω με κλήρο 2. (το μέσ.) διακληρονομούμαι απλώνομαι, εκτείνομαι … Dictionary of Greek